συνόδευσις
Смотреть что такое "συνόδευσις" в других словарях:
συνοδεύσει — συνόδευσις travelling in company fem nom/voc/acc dual (attic epic) συνοδεύσεϊ , συνόδευσις travelling in company fem dat sg (epic) συνόδευσις travelling in company fem dat sg (attic ionic) συνοδεύω travel in company aor subj act 3rd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνόδευση — η / συνόδευσις, εύσεως, ΝΜ [συνοδεύω] το να συνοδεύει κανείς κάποιον άλλο, συνοδοιπορία … Dictionary of Greek
συνοδεύσεως — συνοδεύσεω̆ς , συνόδευσις travelling in company fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοδεύσῃ — συνοδεύσηι , συνόδευσις travelling in company fem dat sg (epic) συνοδεύω travel in company aor subj mid 2nd sg συνοδεύω travel in company aor subj act 3rd sg συνοδεύω travel in company fut ind mid 2nd sg συνοδεύω travel in company aor subj mid… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)